Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Ή πιστεύουμε στην πολιτεία του κράτους δικαίου ή δεν πιστεύουμε...με συνέπειες για τις επόμενες γενιές

Toυ Ανδρέα Ζαμπούκα
capital.gr
 
«I know what I am talking about when I say that is not possible to build freedom, democracy and the rule of law on the foundation of Communist ideology» στην προτελευταία παράγραφο. Και λίγο πιο πάνω: «I am forty years old, and thus I completed basic education under the Soviet occupation…».
Συγκράτησα, ως πιο εμβληματικές, τις παραπάνω φράσεις από την επιστολή που έστειλε ο Εσθονός υπουργός Δικαιοσύνης, Urmas Reinsalu, στον Σταύρο Κοντονή. Θεωρώντας ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό στην τέχνη της πειθούς από την μαρτυρία του πάσχοντος. Όπως επίσης, τίποτα πιο πολύτιμο, για τον στερημένο, από τις δημοκρατικές αξίες της αστικής δημοκρατίας. Και τίποτα πιο ενδεικτικό για την ποιότητα ενός πολιτεύματος, από την δημοκρατική Εκπαίδευση που προσφέρει στους πολίτες του.
Όλη αυτή η ιστορία που ξεκίνησε με την απόφαση Κοντονή να μην παραστεί στο συνέδριο της Εσθονίας δεν έχει καμία αξία αν δεν αφήσει, στο τέλος, μια εκκρεμότητα: Την απαίτηση για μία ενιαία εθνική κατάφαση στον σεβασμό για την αστική δημοκρατία!
Τι θέλω να πω; Ότι έχουμε ξεχάσει να συμπεριλάβουμε στο πολιτικό μας αφήγημα, την συνειδητοποίηση της λειτουργίας των θεσμών κάτω από μία πανταχόθεν ομολογημένη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία. Το θεωρήσαμε αυτονόητο με την ψήφιση του νέου Συντάγματος του ΄74 και, σε ολόκληρη την Μεταπολίτευση, αποφύγαμε να το εμπεδώσουμε ως αναγκαιότητα.
Η διαφορά μας λοιπόν, με τον σαραντάρη Εσθονό υπουργό, είναι ότι εκείνος πέρασε τα πρώτα  χρόνια της ζωής του, απροστάτευτος, κάτω από έναν ολοκληρωτισμό, ενώ εμείς, απολαμβάνοντας την «κηδεμονία» ενός ιδιότυπου «καπιταλιστικού κρατισμού». Κατά συνέπεια εκείνος έχει την ευκαιρία να αισθανθεί την ευλογία της απελευθέρωσης μέσα από το freedom, το democracy και το rule of law, ενώ εμείς, τα βιώνουμε ως αυτονόητες υπεραπλουστευμένες και κακοποιημένες συνθήκες.
Τι γίνεται όμως, από δω και πέρα; Είναι προφανές ότι οι δημόσιες «εμφύλιες» αντιπαραθέσεις δεν πρόκειται να μας διδάξουν τι θα πει κράτος δικαίου και ανθρώπινα δικαιώματα. Ούτε και τι σημαίνει αστική δημοκρατία με κυριαρχία θεσμών και κανόνων.
Έχουμε ανάγκη από μία νέα χάραξη της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας στο πολίτευμά μας. Πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε ότι οι βασικές αρχές της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας είναι από όλους ανεξαιρέτως αποδεκτές. Μηδενός πολίτη και μηδενός αντιπροσωπευτικού κόμματος εξαιρουμένου! Η πιστεύουμε στην πολιτεία του κράτους δικαίου ή δεν πιστεύουμε. Να το ξεκαθαρίσουμε μια και καλή, αν θέλουμε να προχωρήσουμε από κοινού στην ιστορική μας πορεία.
Βεβαίως, επειδή δεν θα ακολουθήσουμε ολοκληρωτικές μεθόδους εκδημοκρατισμού της κοινωνίας – όπως άλλοι «δημοκράτες» - δεν έχουμε άλλον τρόπο από την Παιδεία και την πλήρη εννοιολογική κατανόηση του Συντάγματος. Αναφέρομαι,  δηλαδή, σε ένα δημοκρατικό σχολείο που θα εγκαταλείψει την μονοδιάστατη προσήλωση στην παράδοση, τις εμμονές με το παρελθόν και τις παρωχημένες ιδεολογικές επικλήσεις. Και ταυτόχρονα, θα εισάγει τον νέο άνθρωπο στις κλασικές αξίες της σύγχρονης βιωμένης δημοκρατίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων.
Επιπλέον, δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος τρόπος από την αποβολή, από το πολιτικό σύστημα, κομμάτων που ξεκάθαρα ευαγγελίζονται κατάλυση της Δημοκρατίας και απαξίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με νέες διατάξεις του Συντάγματος και αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων.
Αυτή λοιπόν, είναι και η διαφορά μας από τους Εσθονούς: Ότι αυτοί ξέρουν καλά για ποιο πράγμα μιλούν γιατί γνωρίζουν από πρώτο χέρι, τις διαφορές. Αντίθετα, εμείς, επιδεικνύουμε, με τραγικό τρόπο, αλαζονική χυδαιότητα μεταξύ μας αλλά και απέναντι στους προγόνους μας, μη έχοντας προφανώς, ιδέα τι είναι η Πολιτεία και το Κράτος Δικαίου που κάποτε, δημιούργησαν….

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Eλληνισμός με συνείδηση Σιγκαπούρης

Του Χ. Γιανναρά
Καθημερινή

Απορούσε ο έφηβος: «Γιατί να ταυτίζουμε την τιμή της σημαιοφορίας με τις επιδόσεις στα μαθήματα και την αριστεία; H αριστεία επιβραβεύεται με την υψηλή βαθμολογία, γιατί να προστίθεται και η διάκριση της σημαιοφορίας;».

Tο ερώτημα του εφήβου καίριο, αποκλείεται να το θέσουν οι κομματικοί πραιτωριανοί του υπουργείου Παιδείας. O έφηβος θέλει να ξεχωρίσει τον ρεαλισμό της γνησιότητας από τη συμβατικότητα της εθιμοτυπίας. Oι πραιτωριανοί λειτουργούν μόνο με κίνητρα εντυπωσιοθηρίας. Oποιο κόμμα κι αν κυβερνάει. Γι’ αυτό και οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης στην απόφαση του υπουργείου για κλήρωση της σημαιοφορίας ήταν μόνο συμβατικές.

H απάντηση που θα έδινε στον έφηβο ένας ευφυής και καταρτισμένος παιδαγωγός δεν είναι δυνατό να μεταγραφεί σε επιφυλλιδογραφικό λόγο (παγιδευμένον εξ ορισμού στην ιδεολογική εκφραστική). H περίπου μεταγραφή της απάντησης θα τόνιζε ότι: H βαθμολογία αξιολογεί και επιβραβεύει την ατομική επίδοση του μαθητή, ικανοποιεί και ανταμείβει το άτομο. H σημαιοφορία, ως προνόμιο του αρίστου, εντάσσει την ατομική επίδοση στην κοινωνία των σχέσεων που συγκροτούν την «τάξη» και το «σχολείο». Tην εξαρτά από την άμιλλα, την καλλιέργεια (ποιότητα) κοινωνικού ήθους που προϋποθέτει η απόδοση τιμής από όλους στον ένα: τον εκάστοτε πρώτο.

H πρωτιά δεν είναι προνόμιο ταξικό ούτε εξαγοράζεται με χρηματισμό ή «φροντιστήριο». Προσφέρεται σε όλους όταν λειτουργεί η άμιλλα, και την άμιλλα την καθιστούν δυνατή η αυστηρή αξιολόγηση, το αξιόπιστο εξεταστικό σύστημα, η αμερόληπτη βαθμολογία. ΠAΣOK και N.Δ. κακούργησαν με έγκλημα απανθρωπίας, σαράντα ολόκληρα χρόνια, ξεριζώνοντας κάθε λογική «κοινωνικοποίησης» του παιδιού από το ελληνικό σχολείο. Aπό το νηπιαγωγείο ώς και το διδακτορικό, η παιδεία στην Eλλάδα είναι αποκλειστικά και μόνο χρηστική, πρωτόγονα ατομοκεντρική – γι’ αυτό και είμαστε η μόνη χώρα διεθνώς με παραδεκτό και αυτονόητο το καρκίνωμα της παραπαιδείας (φροντιστήριο).

H ελληνική κοινωνία, εξήντα χρόνια τώρα, δεν στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο για να μυηθούν στη χαρά της κοινωνίας, στη δυναμική της συνεργασίας, στο άθλημα της ελευθερίας από το εγώ και της δημιουργικής μετοχής στο εμείς. Στέλνει ο Eλλαδίτης το παιδί του στο σχολείο μόνο για να του εξασφαλίσει «εφόδια» ατομικής κατοχύρωσης, «όπλα» ατομικής επιβολής, να προσλάβει τη γνώση σαν εργαλείο (ένα «χαρτί») που θα του χρησιμεύσει για βιοπορισμό. Eξήντα χρόνια τώρα, μεθοδικά, προγραμματικά, θεσμικά, το σχολειό (και το πανεπιστήμιο) στην Eλλάδα αποκλείει έστω και την πρόθεση να ετοιμάζει πολίτες, να καλλιεργεί κοινωνικές προτεραιότητες, συνείδηση «δημοσίου συμφέροντος». Eτοιμάζει οπαδούς, διεκδικητές ατομικών και μόνο δικαιωμάτων, εκβιαστές, που από το Δημοτικό κιόλας ξέρουν τη λογική των «καταλήψεων», της πρόκλησης κοινωνικού κόστους. Tο σχολειό ετοιμάζει βανδάλους, τροφοδοτεί το κοινωνικό περιθώριο, την ψυχοπαθολογία της εκδικητικής αλογίας.

Eίμαστε μάλλον η μοναδική χώρα διεθνώς που έχει παραδώσει τα πανεπιστήμιά της να τα νέμονται οι αδίστακτες κομματικές συντεχνίες: Iδρύονται πανεπιστήμια, για να ικανοποιηθεί η επιχώρια εκλογική πελατεία. Στελεχώνονται, για να βολευτεί και ανταμειφθεί η στρατευμένη στο κόμμα δευτεράντζα της επιστήμης και της διανόησης. Λειτουργούν τα πανεπιστήμια, όταν το επιτρέπουν οι κομματικές νεολαίες, κάτω από την τρομοκρατία της αυθαιρεσίας τους και μόνο σαν ανταγωνιστικό πεδίο άγρευσης ψηφοφόρων.

Στον τομέα της Παιδείας ο πολιτικός εκχυδαϊσμός μας και η καπηλεία της δημοκρατίας φτάνουν στα όρια της ανυπόφορης κακουργίας. Φενακιζόμαστε ότι είναι θέμα «ελευθερίας» να μπορεί κάθε κομματική κυβέρνηση να εφαρμόσει τη δική της «πολιτική» στην Παιδεία. Ωσάν να μη βλέπουμε, εξήντα χρόνια τώρα, ότι οι «πολιτικές» διαφοροποιούνται μόνο με τερτίπια εντυπωσιασμού. Pωτήθηκε ποτέ ο λαός αν συμφωνεί με τη μία και ενιαία πολιτική, πράσινη, γαλάζια, ψευτοκόκκινη, που έχει κυριολεκτικά στρεβλώσει, διαλύσει, αχρηστέψει τη γλώσσα; Συμφωνεί με το «πρακτοριλίκι» της «απροκατάληπτης» ιστοριογραφίας που απεργάζεται μεθοδικά έναν Eλληνισμό με συνείδηση Σιγκαπούρης;

Kατά κοινή ομολογία η Aννα Διαμαντοπούλου ήταν η μόνη που τόλμησε να επιδιώξει την αποκατάσταση στοιχειώδους λογικής συνέπειας στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Oσα πρόλαβε να κατορθώσει ήρθε αμέσως μετά η «εθνικόφρων» παρωδία (Σαμαράς) με υπουργό τον Kων. Aρβανιτόπουλο εντεταλμένον να ξηλώσει κάθε ίχνος ελπίδας που έσπειρε η Διαμαντοπούλου. Στο κενό και το δικό της εγχείρημα, ίσως γιατί, παρά τα τόσα θετικά του, ήταν επίσης παγιδευμένο στη χρηστική εκδοχή της Παιδείας, δηλαδή στο απόλυτο τίποτα.

Eίναι περισσότερο από φανερό: η λέξη Eλλάδα παραπέμπει πια μόνο σε ένα τυπικό κρατικό μόρφωμα, όχι σε πραγματικότητα κοινωνίας, συλλογικότητας που κοινωνεί ανάγκες, στόχους, ελπίδες. H γλώσσα έχει εσκεμμένα καταστραφεί, λογική συν-εννόησης δεν υπάρχει, οι χρηστικές προτεραιότητες και ο ατομοκεντρισμός έχουν αποθηριώσει τα ήθη και τη νοο-τροπία, η ιστορική συνείδηση απαλείφθηκε για χάρη της ξιπασιάς του «εξευρωπαϊσμού», της λιγούρας του «δανειολήπτη».

Oταν οι επαγγελματίες της εξουσίας, η δημοσιογραφία και η (κατά τη φιλοδοξία της) διανόηση δεν μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά της βαθμολογικής επιβράβευσης από την κοινωνική δυναμική της άμιλλας, διαφορά της χρηστικής «παιδείας» από τη χαρά της μετοχής και κοινωνίας, το παιχνίδι είναι πια χαμένο. Oσοι μπορούν φεύγουν, οι υπόλοιποι περιμένουμε ποια μορφώματα θα προκύψουν από την κρατική διάλυση.

Το Ισλάμ και οι διεθνείς του αξιώσεις, η στρατηγική του και τα οράματά του είναι το πρόβλημα




Κάθε καινούργια τρομοκρατική πράξη των τζιχαντιστών υποτίθεται ότι μας προκαλεί σοκ και δέος. Στην πραγματικότητα, έχουμε σχεδόν συνηθίσει. Οι αντιδράσεις είναι πάντοτε ίδιες: γίνεται λόγος για «άνανδρο χτύπημα» (ποιο χτύπημα θα ήταν παλικαρίσιο;), για τα «ηρωικά θύματα» και για την αγάπη που νικά το μίσος. Ακολουθούν αγρυπνίες με κεριά και λουλούδια. Νομίζω ότι στις δυτικές χώρες η στάση της πλειοψηφίας έναντι του Ισλάμ είναι πιο επικίνδυνη από την ισλαμική τρομοκρατία και μπορεί να προκαλέσει πολύ περισσότερα θύματα. Το Ισλάμ είναι μια πρόκληση στην ευφυΐα του σημερινού πολίτη.

Το παγκόσμιο πρόβλημα δεν περιορίζεται στα τρομοκρατικά χτυπήματα, που, στις ισλαμικές χώρες, είναι απείρως πιο συχνά και αιματηρά: γι' αυτά δεν κάνουμε, φυσικά, αγρυπνίες· δεν μπορούμε να ξαγρυπνάμε με τα κεριά κάθε μέρα. Το παγκόσμιο πρόβλημα είναι το Ισλάμ και οι διεθνείς του αξιώσεις, η στρατηγική του, τα οράματά του.

Μέχρι πρότινος ο Ρετζίπ Ερντογάν ήταν ο καλύτερος, ο ιστορικός, φίλος της Γερμανίας. Πώς έτσι; Είναι, πράγματι, μακρά αυτή η παράδοξη συμμαχία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να εγείρει τις απαιτήσεις που εγείρει. Μεταξύ αυτών, ήταν η απαίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση την οποία χαιρέτησε, με χαρακτηριστική απερισκεψία, η ευρωπαϊκή αριστερά. Η Δύση της soft power και των καλών αισθημάτων δείχνει επιλεκτική ευαισθησία: έναντι της εσωτερικής κατάστασης στην Τουρκία παρατηρεί απαθώς τον Ερντογάν να κατασκευάζει σε χρόνο μηδέν μια δικτατορία, να χρηματοδοτεί ισλαμικές ομάδες, να διώκει τους Κούρδους, να καθυβρίζει τους πάντες και να μεταμορφώνεται στον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Κοιτάμε αλλού και ωραιοποιούμε την κατάσταση για να μη χρειαστεί να την αντιμετωπίσουμε.

Η Ευρώπη είναι ανέντιμη και λιπόψυχη. Και παρουσιάζει αυτές τις ιδιότητες ως μεγαλοθυμία. Συνυπάρχουν παραλογισμοί και πεισματική ακατανοησία. Κατ’ αρχάς, δεν φαίνεται να ξεκολλάμε από την εχθρότητα για τη Ρωσία, μολονότι η σύμπλευση μαζί της θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν προφυλακτήρα έναντι του Ερντογάν και του Ισλάμ γενικότερα. Έχουμε καθηλωθεί στη λάσπη του Ψυχρού Πολέμου. Δεύτερον, επικρατεί σύγχυση ως προς τη διεθνή ισλαμική στρατηγική: ακούγονται φαιδρές αναλύσεις περί «τρελών χωρίς ιδεολογία και θρησκεία», αν και είναι πασίδηλο ότι η ισλαμική τρομοκρατία απορρέει από την πολιτική εξισλαμισμού και ταπείνωσης της Δύσης την οποία εφαρμόζουν συγκεκριμένες χώρες και θεσμοί. Προσπαθούμε να υποβιβάσουμε το φαινόμενο, να το αποδεσμεύσουμε από το Ισλάμ και να το παρουσιάσουμε ως ψυχιατρικής φύσεως.

Σ’ αυτή τη στάση ανιχνεύεται, φυσικά, μια αλήθεια. Πράγματι, ο τζιχαντισμός συνιστά ομαδική ψύχωση με κάποια μεταδοτικότητα· αλλά, ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός ενείχαν επίσης τέτοια μαζικά χαρακτηριστικά. Παραλλήλως, πολλοί φασίστες και κομμουνιστές ήταν ανισόρροποι: ποιος όμως αναλύει τον ναζισμό και τον μπολσεβικισμό με ψυχιατρικούς όρους; Ακόμα και ο πεπαλαιωμένος όρος «αριστερή μελαγχολία» είχε συμπληρωματική λειτουργία. Μόνον όποιος δεν θέλει να καταλάβει την πολιτική και η ιστορική φύση των φαινομένων τα συρρικνώνει σε ατομική παραφροσύνη. Έτσι κι αλλιώς, αν εξετάσουμε από κοντά την ιστορία, οι ψυχικές διαταραχές σφραγίζουν πολλά ιστορικά γεγονότα και προσωπικότητες χωρίς ωστόσο να τα ερμηνεύουν.

Ο τρίτος παραλογισμός είναι η ταύτιση του τζιχαντισμού με το επιλεγόμενο Ισλαμικό κράτος. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, με αυτό το ψέμα, αν το ISIS ηττηθεί οριστικά στο βόρειο Ιράκ και στη δυτική Συρία, θα εκλείψει το τζιχαντιστικό φαινόμενο. Reality check: ο τζιχαντισμός είναι η συνέχιση του εξισλαμισμού με άλλα μέσα· καλλιεργείται, αναπτύσσεται και εφαρμόζεται όχι μόνο με τρομοκρατικές ενέργειες αλλά με επιβολή τρόπου ζωής, με προπαγάνδα και διαμόρφωση συνειδήσεων. Δεν περιορίζεται στη Μέση Ανατολή: εξαπλώνεται από τον Νίγηρα στις Φιλιππίνες κι από το Αφγανιστάν στην Ινδονησία. Κι ενώ κοιμόμαστε τον ύπνο των δικαίων -χωρίς να είμαστε δίκαιοι- εκτυλίσσεται στο σαλαφιστικό τζαμί της γειτονιάς μας.

Οπωσδήποτε, η ενδεχόμενη συντριβή του ISIS θα είναι μια καλή είδηση. Αλλά εδώ διαφαίνεται μια ακόμα παράλογη και αβάσιμη ιδέα. Για να ηττηθεί το ISIS, οι δυτικές χώρες προσπαθούν να συνεργαστούν με μειονότητες που, στο ευρωπαϊκό φαντασιακό, δεν ταυτίζονται με το ριζοσπαστικό Ισλάμ - όπως, για παράδειγμα, με τους Βερβερίνους του Μαρόκου. Πλην όμως, οι Βερβερίνοι αποδεικνύονται εξίσου επιρρεπείς στον τζιχαντισμό με τους Άραβες. Και παίζουν διπλό παιχνίδι.

Τέλος, η ευρωπαϊκή αριστερά επιστρέφει στις χριστιανικές της ρίζες και διατυπώνει τον παραλογισμό περί αγάπης που είναι ισχυρότερη από το μίσος. Αναρωτιέται κανείς: αν ο εχθρός δεν ήταν οι ισλαμιστές αλλά οι ναζιστές, θα μιλούσαμε για αγάπη; Πώς μια παράταξη που έχει καθαγιάσει το ταξικό μίσος, την κοινωνική βία, υιοθετεί τη ρητορεία της αγάπης προς τον πλησίον; Όταν η αριστερά δεν θέλει να καταλάβει τα ζητήματα που είναι για εκείνη ταμπού -την καταγωγή, την ταυτότητα, την εθνικότητα, τη θρησκεία- καταφεύγει στον χριστιανισμό, στην ηχητική υπόκρουση, στον μακρινό θόρυβο, του πολιτισμού μας. Αλλά ο χριστιανισμός δεν δίνει λύσεις· δίνει μονάχα αναβολές.

Βρισκόμαστε στο έλεος ισλαμιστών δικτατόρων και εκβιαστών, αλλά μιας και έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας δυσκολευόμαστε να το αναγνωρίσουμε: τα μέσα ενημέρωσης, που ανησυχούν περισσότερο για την εξάπλωση της ισλαμοφοβίας παρά του Ισλάμ, προσφέρουν κακές υπηρεσίες σε όλους μας συμπεριλαμβανομένων των μουσουλμάνων. Και συμβάλλουν στην ανάδειξη προσώπων σαν τον Ντόναλντ Τραμπ που τα βάζει όλα στο μίξερ και τα κάνει αλοιφή.

Οι χρήσιμοι ηλίθιοι του ισλαμισμού δεν θέλουν να δουν ότι από τον Ερντογάν μέχρι τους εμίρηδες του Κόλπου κι από τους μουλάδες της Αφρικής μέχρι τους μουλάδες της Νοτιοανατολικής Ασίας το όνειρο είναι ένα: ο εξισλαμισμός της Δύσης, η επιστροφή στον 7ο αιώνα. Έναντι αυτής της πρόθεσης, αυτού του σκοταδιστικού ρεύματος, χρειαζόμαστε στρατηγική, smart power, αλλαγή ρητορικής. Είναι μια από τις λιγοστές περιπτώσεις όπου δεν μπορούμε να αποδώσουμε την αποτυχία μας στην έλλειψη υλικών πόρων· αρκούν οι σωστές ιδέες, η λογική και η αδιαλλαξία μπροστά στην αδιαλλαξία.

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Εσωτερική Κατοχή συμμοριών που λυμαίνονται την κοινωνία και την οικονομία

Του Κώστα Στούπα 
 capital.gr
 
Η έκρηξη είναι αναπόφευκτη...

Τρεις είναι οι ειδήσεις του τελευταίου 24ώρου που χαρακτηρίζουν το αδιέξοδο αυτής της χώρας και την αμετάκλητη πορεία της προς την κατάρρευση.
α) Το 70-80% των δημοσίων υπαλλήλων αρνούνται να αξιολογηθούν και παραμένουν στη θέση τους εισπράττοντας το μισθό τους.
β) Κάθε μέρα που περνά όλο και περισσότεροι εφοριακοί και ελεγκτές του δημοσίου δέχονται επιθέσεις από αγανακτισμένους φορολογούμενους ή κατά άλλους, θρασείς φοροφυγάδες.
γ) Στελέχη του τσίρκου που παριστάνει την κυβέρνηση δεν διστάζουν να διορίζουν επικεφαλής εταιρειών του δημοσίου ακόμη και του συνταξιούχους γονείς τους.
Η επίκληση του "αμισθί” είναι μια απάτη καθώς όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως το "ζουμί” μιας επιτελικής θέσης στο δημόσιο δεν είναι στο μισθό αλλά στην επιρροή αποφάσεων που έχουν σχέση με τη διαχείριση των οικονομικών και των προμηθειών. Επιπλέον με το αμισθί εισπράττουν και τις συντάξεις.
Οι τρεις αυτές ειδήσεις έχουν κοινή βάση και οδηγούν στο ίδιο μοιραίο τέλος.
Υπό Κατοχή...
Σε μια κανονική χώρα το μικρό ή μεγάλο κράτος εισπράττει φόρους προκειμένου να προσφέρει υπηρεσίες. Έχουμε αυτό που λέγεται ανταποδοτικότητα των φόρων...
Αν πρόκειται για μικρό κράτος εισπράττει λίγους φόρους και προσφέρει τις βασικές υπηρεσίες όπως ασφάλεια, δικαιοσύνη, παιδεία, υγεία κλπ
Αν πρόκειται για μεγάλο κράτος προσφέρει επιπλέον κοινωνικές υπηρεσίες, επιδόματα ανεργίας, επανειδίκευσης, τοκετού, παιδικών σταθμών, διακοπών κλπ.
Σε μια χώρα που βρίσκεται υπό Κατοχή το κράτος επιβάλει αυθαίρετα φόρους χωρίς να δεσμεύεται πως θα προσφέρει λίγες ή πολλές υπηρεσίες.
Στην Τουρκοκρατία π.χ. οι υπό κατοχή χριστιανοί ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τη δεκάτη, χωρίς αντίστοιχα η οθωμανική διοίκηση να είναι υποχρεωμένη να ανταποδίδει υπηρεσίες. Κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής: χρυσός, τρόφιμα και άλλα είδη επιτάσσονταν αυθαίρετα για να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες του Ράιχ.
Στο "καραγκιοζοκατασκεύσμα” που λέγεται νεοελληνικό κράτος τα κόμματα που ασκούν τη διοίκηση και οι συμμορίες των πελατών που τα στηρίζουν στην εξουσία έχουν υπερβεί κάθε προηγούμενο κατοχικής διοίκησης.
Οι φόροι προκύπτουν αυθαίρετα και είναι εξοντωτικοί ενώ η ανταποδοτικότητά τους είναι από πλασματική έως ανύπαρκτη.
Η χώρα βρίσκεται υπό Κατοχή και δεν είναι βέβαια η Κατοχή των δανειστών αλλά μια εσωτερική Κατοχή συμμοριών που λυμαίνονται την κοινωνία και την οικονομία.
Πριν από λίγες μέρες έληξε η περίοδος της μνημονιακής υποχρέωσης αξιολόγησης των υπαλλήλων του δημοσίου (Τα αυτονόητα που έπρεπε να κάνουμε μόνοι μας τα επιβάλλουν οι δανειστές). Σύμφωνα με τα συνδικάτα της ΑΔΕΔΥ και της ΠΟΕ-ΟΤΑ δεν συμμετείχε στη διαδικασία αξιολόγησης το 70-80%  
Η επιρροή του παρακράτους των πελατών της κομματοκρατίας είναι τόσο ισχυρή που δεν επιτρέπουν ούτε καν κάποια στοιχειώδη και ψευδεπίγραφη αξιολόγηση όσων φροντίζουν για την ανταποδοτικότητα των φόρων στο δημόσιο. Ητοι, εσείς υποχρεούστε να πληρώνετε και να "ματώνετε” για να εισπράττουμε εμείς μισθούς χωρίς εργασίας, γιατί εργασία χωρίς αξιολόγηση είναι εργασία αόρατη και με απροσδιόριστο αποτέλεσμα.
Αν υπήρχε κράτος, την επόμενη μέρα η κυβέρνηση θα έδινε εντολή να μην καταβληθούν οι μισθοί σε όσους δεν συμμετείχαν στην αξιολόγηση.
Αν υπήρχε σοβαρό κράτος, την επόμενη της μη καταβολής των μισθών θα ξεκινούσε η διαδικασία αντικατάστασης όσων αρνούνται να αξιολογηθούν με νέους με υψηλή εξειδίκευση χωρίς καμιά μονιμότητα αλλά συμβάσεις ορισμένου και αορίστου χρόνου ανάλογα την περίπτωση.
Αν καταφέρεις και διοριστείς δάσκαλος ή νοσηλευτής στο ελληνικό δημόσιο, κανένας δεν επιτρέπεται να αξιολογήσει την επαρκή ή μη εκτέλεση των καθηκόντων σου. Κανείς δεν μπορεί να σε απολύσει μέχρι να πάρεις σύνταξη...
Αν υπήρχε σύγχρονο κράτος θα εφαρμοζόταν ήδη ένα σύστημα σύνδεσης της αμοιβής με την προσπάθεια και κυρίως το αποτέλεσμα.
Αλλά δεν υπάρχει. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κράτος, έχουμε εσωτερικό στρατό κατοχής...
Όταν η χώρα είναι υπό Κατοχή, η γυναίκα του Καίσαρα δεν έχει καμμιά ανάγκη να φαίνεται τιμία, το ίδιο και ο πατέρας του.
Όταν μια χώρα είναι υπό Κατοχή, οι φόροι είναι άδικοι και όλοι δικαίως προσπαθούν να τους αποφύγουν. Το κυνήγι της φοροδιαφυγής οδηγεί στην αύξηση της διαφθοράς και όχι στην εξάλειψη της φοροδιαφυγής. Κάθε μέρα που περνά η έκρηξη-κατάρρευση είναι πιο κοντά.